- δεσμωματα
- δεσμώματατά узы, оковы Aesch., Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δέσμωμα — το (AM δέσμωμα) νεοελλ. το φυτό δεσμόδιο αρχ. πληθ. τα δεσμώματα τα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης] … Dictionary of Greek
πύλωμα — το, ΝΑ νεοελλ. στον πληθ. τα πυλώματα ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν αρχ. η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)] … Dictionary of Greek